Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ

Published on 10 November 2024 at 03:07

Σύμφωνα με τα ιστορικά τεκμήρια (Στράβων 5.4.4) οι πρώτες γλωσσικές επαφές της Ελληνικής με την Λατινική έγιναν τον 8ο – 7ο αι. π.Χ., όταν Έλληνες αποίκισαν περιοχές της Κάτω Ιταλίας, δημιουργώντας την Μ. Ελλάδα κι έτσι ήρθαν σε επαφή με τους ομιλητές άλλων ιταλικών γλωσσών του Λατίου, συμπεριλαμβανομένου και του συνοικισμού, που ονομαζόταν Ρώμη[1]. Ήταν φυσική εξέλιξη των γεγονότων ότι και οι δύο γλώσσες θα επηρέαζαν η μία την άλλη, άλλη λιγότερο και άλλη περισσότερο. Το πρώτο βήμα θα λέγαμε ότι έγινε από τους Έλληνες, οι οποίοι επηρέασαν τους Λατίνους, δίνοντάς τους το αλφάβητό τους. Οι τελευταίοι πήραν το αλφάβητο από τους Έλληνες της ευβοϊκής Κύμης, δέχθηκαν όμως επιδράσεις και από τους γείτονες Ετρούσκους. Για αιώνες η επίδραση ήταν μιας κατεύθυνσης, δηλ. από την Ελληνική στην Λατινική. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως υπήρξαν δύο διαφορετικοί δίαυλοι: ο πρώτος συνδέεται με την καθημερινή ομιλία, το εμπόριο και τα ταξίδια, ενώ ο δεύτερος, ο οποίος εμφανίστηκε πολύ αργότερα, συνδέεται με την λογοτεχνία[2].

Οι πρωιμότερες δάνειες λέξεις μάς δείχνουν ένα πλατύ φάσμα νεωτερισμών στον χώρο τόσο του πνευματικού όσο και του υλικού πολιτισμού. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις λέξεις nauta, poeta, poena, macellum από τις αντίστοιχες ελληνικές ναύτης, ποιητής, ποινή, μάκελλον[3]. Βέβαια, οι πρώιμες δάνειες λέξεις προσαρμόστηκαν κατά κανόνα στην λατινική φωνολογία και μορφολογία. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά κάποιες: calx, tumba, tus, από τις αντίστοιχες ελληνικές λέξεις χάλιξ, τύμβος, θύος. Αντίθετα, σε μεταγενέστερες, όπως και σε διορθωμένες παλαιότερες, υπάρχει ακριβέστερη απόδοση, π.χ. chorus, zona.

Η αυξανόμενη παρουσία ελληνόφωνων μεταναστών μέσα στους λατινικούς πληθυσμούς πρέπει να έπαιξε καίριο ρόλο στην αντικατάσταση καθημερινών λατινικών λέξεων από αντίστοιχες ελληνικές, π.χ. aer και όχι ventus, bal(i)neum και όχι la(va)brum[4]. Μέσα από τον δίαυλο όμως της υψηλής ελληνικής γλώσσας πέρασαν και λέξεις στην λατινική ποίηση, οι οποίες όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν στον προφορικό λόγο, όπως π.χ. lyra, thronus. Επίσης, ειδική ορολογία υιοθέτησε και η φιλοσοφία, όπως και οι λοιπές επιστήμες, π.χ. grammaticus, rhetor, από τις ελληνικές γραμματικὸς και ῥήτωρ. Εν τούτοις, μερικές φορές η λατινική υπερίσχυσε, η οποία δημιουργήθηκε για την απόδοση κάποιου ελληνικού τεχνικού όρου, π.χ. casus «γραμματική πτώση / πτῶσις», comprehensio «αντίληψη / κατάληψις», ενώ σε κάποιες άλλες τελικά υπερίσχυσε η ελληνική λέξη, όπως π.χ. atomus / individuum, etymologia / veriloqui-um[5].

Η χριστιανική Λατινική δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα. Κάποιες φορές δανείζεται απευθείας την ελληνική λέξη (π.χ. ecclesia, apostolus), ενώ κάποιες άλλες απορρίπτει ισοδύναμες λατινικές (π.χ. angelus, όχι nuntius), διατηρώντας παράλληλα κάποιες άλλες λατινικές όπως gratia, caritas.

Κλείνοντας την επισκόπησή μας όσον αφορά στις επιδράσεις που άσκησε η Ελληνική στην Λατινική οφείλουμε να κάνουμε κάποιες επισημάνσεις και στην σύνταξη. Ένας αριθμός φαινομένων της λατινικής σύνταξης οφείλεται στην ελληνική. Εκτός μάλιστα από τις περιπτώσεις όπου η Λατινική προσάρμοσε την σύνταξή της στην Ελληνική, έχουμε και κάποιες άλλες όπου η Λατινική, ενώ ακολουθεί εντελώς δική της συντακτική σκέψη[6], παρ’ όλα αυτά συναντούμε και φαινόμενα ιδιαζούσης μορφής, τα οποία αποκαλούμε «Ελληνισμούς»[7]. Μία από τις κυριότερες επιδράσεις της Ελληνικής πάνω στην Λατινική πρέπει να είναι η χρήση της αιτιατικής με απαρέμφατο για την απόδοση του πλαγίου λόγου (dicit te scripsisse), αν και αρχικά δεν πρέπει να είχε σχέση με το ελληνικό φησί σε γράψαι[8]. Οι Λατίνοι επηρεάστηκαν από τους Έλληνες κυρίως στην χρήση των μετοχών, ιδιαίτερα στην κλασική ρωμαϊκή λογοτεχνία. Τα πρότυπα της κλασικής ελληνικής πεζογραφίας γονιμοποιούν τους Λατίνους με αποτέλεσμα την δημιουργία του εξαιρετικού ύφους του Κικέρωνα και του Λιβίου στην πεζογραφία, καθώς και του Βεργιλίου και του Ορατίου στην ποίηση. Αργότερα θα επανέλθουμε στην δημιουργική πρόσληψη των Λατίνων.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει δεν ήταν μόνο οι Λατίνοι που επηρεάστηκαν από τους Έλληνες αλλά και οι Έλληνες επηρεάστηκαν από τους Λατίνους, ίσως σε μικρότερο βαθμό, πάντως επηρεάστηκαν. Κατ’ αρχάς, πολλές από τις δάνειες λατινικές λέξεις προέρχονται από τον χώρο της νομοθεσίας και του στρατού. Κάποιες από αυτές εξαφανίστηκαν (diarium, praefectus), άλλες όμως έμειναν και διασώζονται ως σήμερα (λεγεώνα > legio, πραίτορας > praetor, κουστωδία > custodia). Τέλος, υπάρχουν και κάποιες άλλες λέξεις, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από άλλες ελληνικές (π.χ. senatus) ή βλέπουμε λέξεις ελληνικές και λατινικές να συνυπάρχουν, όπως στόλος αλλά και κλάση (από το classis απ’ όπου παράγεται και το επίθετο «κλασικός»).

Αλλαγές, όμως, υπέστη η Ελληνική και στην προφορά της. Για παράδειγμα, η λ. οὐετρανός (από τον συγκεκομμένο τύπο veteranus), η οποία είχε επικρατήσει στην θέση της ελληνικής ἀπολύσιμος αντικαταστάθηκε αργότερα από την μεταγενέστερη «βετεράνος».

Πολύ σημαντικό θα ήταν να ερευνήσουμε κυρίως τις λέξεις της ελληνικής που προήλθαν από την Λατινική και επιζούν ως τις μέρες μας, ιδιαίτερα μάλιστα λόγω της αλλαγής του νοήματός τους. Για παράδειγμα, η λ. ὀσπίτιον προήλθε από το λατινικό hospitium (πανδοχεῖον) και σήμερα επιβιώνει στην συνήθη μας λέξη «σπίτι»[9]. Επίσης, άξια προσοχής είναι και η παρουσία λατινικών δάνειων λέξεων σε περιοχές της Τουρκίας ως και τον 20ο αι. Οι διάλεκτοι αυτών των περιοχών είχαν αποκοπεί από την Ελληνική της Μητροπολιτικής Ελλάδας με την πτώση του Βυζαντίου. Σε αυτές τις περιοχές βρίσκουμε λατινικές λέξεις να επιβιώνουν, όπως π.χ. η λ. «στράτα» από το λατινικό via strata.

Τέλος, στη ΝΕ γλώσσα συναντούμε μέχρι τις μέρες μας καταλήξεις καθαρά λατινικές, οι οποίες προσαρμόστηκαν στην Ελληνική και χρησίμευσαν στην παραγωγή νέων λέξεων, λειτουργώντας ως επιθήματα: π.χ. το επίθημα -arius μπήκε στην Ελληνική κι έτσι έχουμε τις λ. αποθηκάριος, βιβλιοθηκάριος κλπ.[10]

Επιδράσεις σημειώθηκαν και στον τομέα της Γραμματικής. Μερικές από τις πιο σημαντικές είναι η συγχώνευση δυικού και πληθυντικού αριθμού, της ευκτικής και της υποτακτικής, του αορίστου και του παρακειμένου, καθώς και της μέσης και παθητικής φωνής. Όλες αυτές συνέβησαν στην Ελληνική κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και οι ερευνητές θεωρούν ότι έχουν τις ρίζες της προϊστορίας τους στην λατινική γλώσσα. Το ίδιο ισχύει για την αντικατάσταση της πρόθεσης ὑπὸ + γενική με την ἀπὸ + αιτιατική για την δήλωση του ποιητικού αιτίου αφ’ έλξης του λατινικού ab + αφαιρετική[11]. Αντίθετα, η χρήση της απόλυτης δοτικής Λευκίῳ Λέντλῳ Γαΐῳ Μαρκέλλῳ ὑπάτοις από τον Ιώσηπο φαίνεται ότι είναι επηρεασμένη από την ατελή αφαιρετική απόλυτη των Λατινικών (L. Lentulo C. Marcello consulibus).

Ο συγκριτικός βαθμός των επιθέτων αποτελεί ένα δείγμα σταθερότερης επίδρασης. Ήδη από την ελληνιστική περίοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται ο τύπος μᾶλλον βαθὺς αντί του βαθύτερος. Η μεταγενέστερη αντικατάσταση του μᾶλλον από το πλέον θα μπορούσε, κατά τον Coleman, να οφείλεται σε επίδραση της λαϊκής λατινικής. Ωστόσο, στη ΝΕ διατηρούνται και οι δύο τύποι, τόσο ο περιφραστικός όσο και ο μονολεκτικός.

Κλείνοντας και την εξέταση της επίδρασης που δέχθηκαν οι Έλληνες από τους Λατίνους μένει να πούμε δυο λόγια για τους συντελικούς χρόνους, οι οποίοι από μονολεκτικοί έγιναν περιφραστικοί. Ήδη στην ελληνιστική εποχή ο πρκμ. λέλυκα δεν είχε και μεγάλη διαφορά από τον αόρ. ἔλυσα. Στην Λατινική παρατηρούμε κάτι αντίστοιχο: ένας νέος σχηματισμός hoc scriptum habeo ανέλαβε τις λειτουργίες του παρακειμένου hoc scripsi, ο οποίος χαρακτηριζόταν από αμφισημία μεταξύ παρακειμένου και αορίστου[12]. Η άρση αυτής της αμφισημίας προκάλεσε πολλές αλλαγές στο σύστημα των ρηματικών χρόνων. Δυστυχώς, στην παρούσα μελέτη μας δεν μάς δίνεται ο χώρος και ο χρόνος να αναπτύξουμε περαιτέρω το θέμα αυτό[13].

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η επίδραση της Λατινικής στην Ελληνική άρχισε αρκετά αργά σε αντίθεση με την τελευταία επί της πρώτης. Εκτός αυτού οι Έλληνες πρόβαλαν πολύ περισσότερο σθεναρή αντίσταση κατά της Λατινικής, ενώ αντιθέτως οι Λατίνοι (και ειδικά οι ευγενείς Ρωμαίοι) θέλησαν να την διδαχθούν και να την μάθουν, όπως ακριβώς γνώριζαν και την δική τους.

 

Αφού ολοκληρώσουμε, λοιπόν, την εξέταση ανάμεσα στην Ελληνική και την Λατινική, μένουμε να κοιτάξουμε και την κατάσταση στον καθαρά ιταλικό χώρο. Εμείς σήμερα διδασκόμαστε την Λατινική και καμία άλλη από τις ιταλικές γλώσσες. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η Λατινική ήταν η μόνη γλώσσα στην ιταλική περιοχή. Παρακάτω θα δούμε τον κατ’ εξοχήν λόγο που οδήγησε στην επιβίωση της Λατινικής. Κατ’ αρχάς, πρέπει να πούμε ότι η Λατινική, όπως και η Ελληνική, ανήκουν στην ομοεθνία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Η Λατινική ήταν η γλώσσα της περιοχής του Λατίου, επομένως η γλώσσα ενός και μόνο τόπου και το χαρακτηριστικό αυτό διατηρήθηκε βασικά πάντοτε στην συνείδηση των χρηστών της. Συγκεκριμένα, υπήρχαν τρία είδη της λατινικής γλώσσας: ο sermo urbanus, ο sermo plebeius και ο sermo rusticus. Ο τύπος γλώσσας, τον οποίο εμείς διδασκόμαστε και του οποίου τα κείμενα έχουν διασωθεί, είναι ένας λόγος που μιλιόταν στην Ρώμη, ο sermo urbanus. Μάλιστα, οι Ρωμαίοι, ενώ παντού χρησιμοποιούσαν το εθνικό τους όνομα, για την γλώσσα τους κράτησαν το επίθετο «Λατινική». Εκείνο πάντως που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ αρχής είναι ότι στην Ιταλία δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για διαλέκτους. Δεν πρόκειται για ιταλικές διαλέκτους μιας γλώσσας (δηλ. όπως συμβαίνει με τα Ελληνικά), αλλά πρόκειται για διαφορετικές γλώσσες. Κατά τον Kramer[14], η δημιουργία γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων κατά περιοχές έμελλε να σημάνει την αρχή του τέλους της Λατινικής, αφού θα οδηγούσε στην διαμόρφωση μιας άλλης γλωσσικής μορφής, της Ρωμανικής.

Οι γλώσσες της Ιταλίας χωρίζονται στις παρακάτω ομάδες: α) λατινο-φαλισκική και β) την σαβελλική ή οσκο-ουμβρική. Επίσης, υπάρχει και η Ετρουσκική, την οποία θα εξετάσουμε αμέσως λόγω της ιδιαιτερότητάς της.

Η Ετρουσκική ήταν η γλώσσα που έφθανε κυριολεκτικά «προ των πυλών» της Ρώμης. Μάς είναι γνωστή από αρκετές επιτύμβιες επιγραφές. Το ετρουσκικό αλφάβητο είναι μία παραλλαγή του ελληνικού και, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, επηρέασε και το Λατινικό. Από αυτή την άποψη μπορούμε να έχουμε κάποια μερική γνώση του αλλά σε καμία περίπτωση επαρκή. Εκείνο στο οποίο οι μελετητές καταλήγουν σήμερα κατά την πλειοψηφία τους τουλάχιστον είναι ότι η Ετρουσκική δεν είναι Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Το ερώτημα από πού κατάγεται ή με ποια άλλη γλώσσα συγγενεύει η Ετρουσκική συνεχίζει να ταλανίζει ακόμη και σήμερα τους επιστήμονες της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας που ασχολούνται με το θέμα. Απάντηση προσπάθησαν να δώσουν από τα αρχαία κιόλας χρόνια, αφού ο Ηρόδοτος στην Ἱστορίην του (1, 94) μάς πληροφορεί ότι ήρθαν από την Μ. Ασία (τούς αποκαλεί Τυρσηνούς), ενώ ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Ἀρχ. 1, 28) θεωρεί ότι αποτελούν αυτόχθονα πληθυσμό της Ιταλίας και, επομένως, πρέπει να θεωρηθούν μέρος των πρωτοϊνδοευρωπαϊκών στρωμάτων.

Παρά το γεγονός ότι η Ρώμη στα πρώτα της χρόνια γνώρισε αρκετές φορές την υποταγή από την πολιτική υπεροχή των Ετρούσκων, οι επιδράσεις των τελευταίων επί των Ρωμαίων είναι εξαιρετικά λίγες. Πάντως η αρχική υπεροχή των Ετρούσκων φαίνεται από πολιτικούς και στρατιωτικούς όρους (π.χ. populus < pupli). Τέλος, η Ετρουσκική άσκησε μεγάλη επίδραση και στην ονοματοδοσία. Ενώ στα Ελληνικά, αλλά και στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, τα αρσενικά ονόματα είναι σύνθετα, στα Λατινικά δεν έμεινε κανένα ίχνος, καθώς η ονοματοδοσία τους ακολούθησε ετρουσκικά πρότυπα με το σύστημα των τριών ονομάτων: praenomen, nomen, cognomen.

Βόρεια από την Ρώμη ήταν εγκατεστημένος ο λαός των Φαλίσκων, των οποίων την πρωτεύουσα, Falerii, κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι το 241 π.Χ. Αυτή η γλώσσα μαρτυρείται σε εκατό περίπου επιγραφές αγγείων και ταφικών μνημείων μεταξύ του 5ου και του 3ου αι. π.Χ.[15] Η Φαλισκική ήταν η πλησιέστερη προς την Λατινική και θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις δύο αυτές γλώσσες, Λατινική και Φαλισκική, κάτω από μία ενιαία Λατινοφαλισκική γλώσσα, ως διαλέκτους της[16].  

Η Οσκο-ουμβρική υπήρξε η σημαντικότερη γλωσσική ομάδα της Ιταλίας πριν την επικράτηση της Λατινικής. Με αυτόν τον όρο οι μελετητές εννοούν όλα τα γλωσσικά ιδιώματα που ομιλούντο κατά μήκος των Απεννίνων όρων. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτή την γλώσσα ανήκαν οι εξής: η Ουμβρική, η Πικηνική, οι σαβελλικές διάλεκτοι (Παιλιγνική, Μαρσική, Σαβινική), η Ουολσκική και η Οσκική. Από τις παραπάνω γλώσσες γνωρίζουμε εν μέρει την Ουμβρική από τις tabulae Iguvinae[17] και αντλούμε κάποια στοιχεία για την Ουολσκική από την tabula Veliterna. Η Οσκική μιλιόταν από τους Σαμνίτες, το νότιο Λάτιο, καθώς και στις μη ελληνικές περιοχές της Καμπανίας, της Λευκανίας και της Βρεττίας. Από αυτήν μάς σώζονται 250 επιγραφές, κυριότερες από τις οποίες είναι η tabula Bantina και ο cippus Abellanus.

Κλείνοντας αυτή την περιοχή των ιταλικών γλωσσών θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι τα οσκο-ουμβρικά ιδιώματα χρησιμοποιούνταν τουλάχιστον μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ. Μάλιστα, κατά την διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου οι επαναστάτες θέλησαν να καθιερώσουν την οσκο-ουμβρική ως γλώσσα των συμμαχικών δυνάμεων ενάντια στην Λατινική, μία προσπάθεια που τελικά απέτυχε.

 

[1] Πρβλ. J. Kramer, «Ιστορία της λατινικής γλώσσας» στο Fr. Graf (επιμ.), Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τ. Β΄ «Ρώμη», ελλ. μτφρ. – επιμ. Δ. Ζ. Νικήτα, Αθήνα 22003, 135.

[2] Πρβλ. R. Coleman, «Ελληνική και Λατινική», στο Α. Φ. Χρηστίδης (επιμ.), Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2002 (= 2001), 587 κ. εξ.  

[3] Οι λέξεις της ΑΕ δίνονται στην αττική διάλεκτο, αν και οι λατινικές προέκυψαν κυρίως από την δωρική ή την ιωνική.

[4] Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιων λέξεων είναι το αποσπασματικά σωζόμενο μυθιστόρημα του Λατίνου συγγραφέα Πετρώνιου, το Satyricon, όπου μέσα στο λεξιλόγιό του συναντά κανείς πλήθος ελληνικών λέξεων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 10% περίπου του συνόλου του κειμένου του επεισοδίου της Cena Trimalchionis. Βλ. Δ. Κ. Ράιος, Λατινικό Μυθιστόρημα (Πετρώνιος – Απουλήιος), Ιωάννινα 2015.

[5] Πρβλ. R. Coleman, «Ελληνική και Λατινική», 588.

[6] Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το ειδικό απαρέμφατο, το οποίο η Λατινική το χρησιμοποιεί πολύ περισσότερο από την Ελληνική, αφού η τελευταία προτιμά περισσότερο την κατηγορηματική μετοχή αλλά και την ειδική πρόταση.

[7] Βλ. J. Brenous, Etude sur les hellénismes dans la syntaxe latine, Roma 1965.

[8] Σύμφωνα με τον R. Coleman («Ελληνική και Λατινική», 588), η Ελληνική είχε ήδη ένα πλήρες σύστημα απαρεμφάτων, που χρησιμοποιούνταν ακριβώς για αυτόν τον σκοπό. Αντίθετα, οι περίπλοκοι κανόνες της Λατινικής, που καθόριζαν την ακολουθία έγκλισης και χρόνου των ρημάτων στις απαρεμφατικές προτάσεις του πλαγίου λόγου δεν αποτελούν αποτέλεσμα ελληνικής επίδρασης.

[9] Για περισσότερα παραδείγματα βλ. R. Coleman, «Ελληνική και Λατινική», 589.

[10] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. R. Coleman, «Ελληνική και Λατινική», 589.

[11] Πάντως σε αυτό το σημείο υπάρχουν αμφιβολίες γιατί και στον Θουκυδίδη απαντά αυτή η σύνταξη.

[12] Ο λατινικός Perfectum ανταποκρίνεται τόσο στον ελληνικό Αόριστο όσο και στον Παρακείμενο. Διακρίνεται στον κυρίως παρακείμενο, ο οποίος ισοδυναμεί στον ελληνικό παρακείμενο, και στον ιστορικό παρακείμενο, ο οποίος ισοδυναμεί με τον ελληνικό αόριστο.

[13] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. R. Coleman, «Ελληνική και Λατινική», 590.

[14] «Ιστορία της λατινικής γλώσσας», 135. 

[15] Η σημαντικότερη των επιγραφών είναι του 4ου αι. π.Χ. χαραγμένη σε κύπελλο και είναι η εξής (CIE 8179): hodie uinum bibam cras carebo. Βλ. Γ. Κ. Γιαννάκης, Οι Ινδοευρωπαίοι, Μέρος Α΄ «Γλώσσα και πολιτισμός», Αθήνα 2005, 137.

[16] Γ. Κ. Γιαννάκης, Οι Ινδοευρωπαίοι, 137.

[17] Οι πινακίδες αυτές ανέρχονται σε έξι (αρχικά ήταν εννέα) και αριθμούν περίπου 5000 λέξεις. Το περιεχόμενό τους είναι οδηγίες για τελετουργικά ζητήματα. Βλ. Γ. Κ. Γιαννάκης, Οι Ινδοευρωπαίοι, 138.

Add comment

Comments

There are no comments yet.